- φεγγαριάτικος
- -η, -ο1. ο φεγγαρίσιος, ο φεγγαρένιος, ο σεληνιακός: Φεγγαριάτικο φως.2. αυτός που σεληνιάζεται, που πάσχει από σεληνιασμό (επιληψία), που είναι επιληπτικός: Είναι φεγγαριάτικος κι όταν φεγγαριάζεται σπαρταράει σαν τo ψάρι.3. μτφ., ο ιδιότροπος, ο λοξός, που κάνει σαν να σεληνιάζεται: Είναι στριμμένος άνθρωπος, φεγγαριάτικος.4. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φεγγαριάτικα οι παραξενιές, οι λόξες, οι ιδιοτροπίες: Έχει πολλά φεγγαριάτικα, γι' αυτό είναι στριμμένος άνθρωπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.